μετάφραση Σπύρος Μπόικος
Πολίτες διαμαρτύρονται στο αστυνομικό τμήμα του Γούντστοκ στη Νότια Αφρική για τις επιδρομές της αστυνομίας και την εξαιρετική βία με την οποία έγιναν (Φώτο Μπάρυ Κρίστιανσον, New Frame)
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Χαιρετισμούς από την διεύθυνση της Τριηπειρωτικής.
Τις τελευταίες βδομάδες, ομάδες εξαγριωμένων ανθρώπων σε κάποιες από τις φτωχότερες περιοχές της Νότιας Αφρικής έχουν πραγματοποιήσει επιθέσεις στα μικρά spaza, τα μπακάλικα στις γειτονιές τους. Πρόκειται για ξενοφοβικές επιθέσεις, καθώς οι ιδιοκτήτες ή και οι εργαζόμενοι στα spaza θεωρούνται ξένοι. Οι εργαζόμενοι και οι ιδιοκτήτες προέρχονται από μακρινές χώρες όπως το Μπαγκλαντές και γειτονικές όπως η Ζιμπάμπουε. Ο πρόεδρος της Νοτίου Αφρικής Σύριλ Ραμαφόζα δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα παρά μετά από βδομάδες. “Είναι απαράδεκτες οι επιθέσεις στα σπίτια και τις επιχειρήσεις ξένων πολιτών, όπως απαράδεκτη είναι η ξενοφοβία ή οποιαδήποτε άλλη μορφή μη ανεκτικότητας”, δήλωσε στις 5 του Σεπτέμβρη.
Τέτοιου είδους ξενοφοβικές επιθέσεις δεν αποτελούν καινούριο φαινόμενο. Η αρχή τους στο 1994 είναι ακόμη στη μνήμη. Αλλά αυτός ο νέος κύκλος ξεκίνησε το 2008, όταν τα κύματα της παγκόσμιας πιστωτικής κρίσης χτύπησαν το νότιο άκρο της Αφρικής με μεγάλη σφοδρότητα. Χάθηκαν ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας και η ανεργία έφτασε στο 25% (σήμερα βρίσκεται στο 29%). Δεν έχει υπάρξει ακόμη καμιά ανάκαμψη, με τις ξενοφοβικές επιθέσεις να σημειώνονται συχνά, όπως έγινε πέρσι, σαν δείκτης των οικονομικών και κοινωνικών δεινών. Για να καταλάβετε το πλαίσιο αυτής της βίας, διαβάστε το “Belonging” της Σισόνκε Μσιμάνγκ από το 2014.
Ο Μπαγίζα Μίγια της Επιτροπής Κρίσης του Θεμπελίλε δήλωσε στον Γιαν Μπόρνμαν από το New Frame ότι οι βασικές αιτίες για τη βία είναι η ανεργία, η φτώχεια και το τοξικό πολιτικό περιβάλλον. “Για αυτά δεν φταίνε οι αδερφοί και οι αδερφές μας από τις άλλες χώρες”, είπε. “Ζουν μαζί μας στην κοινότητα μας”. Ο Μπαγίζα εξήγεί ότι δεν είναι οι μετανάστες αυτοί που ασκούν εξουσία πάνω στις κοινότητες, αλλά το πρόβλημα βρίσκεται σε αυτούς “που εκλέξαμε, αυτούς που μας κλέβουν σήμερα. Οπότε, την απογοήτευση και το θυμό που θέλουμε να βγάλουμε, να τα βγάλουμε σ’αυτούς, γιατί αυτοί είναι που ελέγχουν αυτά που θέλουμε”. Τα σχόλια του Μπαγίζα αντιστρατεύονται το παλιρροϊκό κύμα του ρατσισμού, της αντιγραφής παλιότερων μορφών ρατσισμού -όπως γράφει ο φοιτητής του Πανεπιστημίου του Κέηπ Τάουν Ιβάν Κάτσερε- “που συμβαίνει λόγω της ανικανότητας να διαλύσουμε τις δομές που είχαν δημιουργηθεί στη διάρκεια του Άπαρτχάιντ”.
Στην ξενοφοβική βία δεν επιδίδονται μόνο οι φτωχοί, αλλά και η αστυνομία. Οι βίαιες επιδρομές της αστυνομίας στις αρχές Αυγούστου εναντίον μικροπωλητών λαθραίων αγαθών – πολλοί από τους οποίους ήταν ευάλωτοι μετανάστες – έδωσαν τον τόνο για τις ξενοφοβικές επιθέσεις. Η δολοφονία ενός οδηγού ταξί στην πρωτεύουσα της Νότιας Αφρικής Πρετόρια οδήγησε σε κατηγορίες εναντίον των εμπόρων ναρκωτικών, οι οποίοι για ακόμα μια φορά παρουσιάζονται σαν ξένοι.
Διαδηλωτές στο άγαλμα του Λουίς Μπόθα έξω από το Κοινοβούλιο του Κέηπ Τάουν (φώτο Μπάρυ Κρίστιανσον, New Frame)
Η ξενοφοβική βία είναι μέρος μια αλυσίδας βίας και διαδηλώσεων εναντίων της βίας. Κάθε τρία λεπτά μια γυναίκα δολοφονείται στη Νότια Αφρική. Πρόσφατα, μια φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Κέηπ Τάουν, η Ουγινένε Μρουετιάνα βιάστηκε και δολοφονήθηκε. Από τις φοιτήτριες μέχρι τις εργάτριες ορυχείων, οι γυναίκες βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για τη βία εναντίον τους. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν ότι εν μέσω αυτής της αναταραχής είναι οι γυναίκες όπως η Σελέστ Κάμερον και η Νάταλι Βαν Ρούγιεν που οργανώνουν ομάδες για να προστατέψουν τα spaza. Είμαστε gatvol – απηυδησμένες – δήλωσε η Κάμερον. Η ιδέα του “ως εδώ, φτάνει” αντηχεί εναντίον της ξενοφοβικής και της πατριαρχικής βίας.
Ντουμίλ Φρένι, Αφρικανική Γκερνίκα, 1967
Στο τελευταίο του εθνικό διάγγελμα, ο πρόεδρος Ραμαφόζα παραδέχτηκε ότι η Νότια Αφρική χρειάζεται ριζοσπαστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά δεν φαίνεται καμιά τέτοια στον ορίζοντα. Ο υπουργός οικονομικών, ο Τίτο Μποουένι, που ήταν στο παρελθόν υπουργός εργασίας, έχει παραδοθεί στον φονταμενταλισμό του ΔΝΤ. Οι δηλώσεις του σχετικά με την “δημοσιονομική σύνεση” δεν αφήνουν περιθώρια για ελπίδες σχετικά με “ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις”. Αυτές είναι κλασικές συνταγές του ΔΝΤ, προϋπολογισμοί που προστατεύουν τους πλούσιους από τη φορολογία και ξηλώνουν τις κοινωνικές πολιτικές για τους φτωχούς. Όπως λέει ο Μάικλ Νάσεν Σμίθ του Ινστιτούτου Αφρικανικών Εναλλακτικών “θα μπούμε σε ένα υφεσιακό ετήσιο φαύλο κύκλο: η οικονομία επιβραδύνει, το δημοσιονομικό ζωνάρι σφίγγει, η οικονομία επιβραδύνει κι άλλο, το ζωνάρι σφίγγει κι άλλο, και ούτω καθ’εξής, με τους φτωχούς και τους ευάλωτους να πληρώνουν το κόστος”. Με άλλα λόγια, το κόστος το πληρώνει ένα ευάλωτο τμήμα του πληθυσμού που γίνεται όλο και φτωχότερο, και στη συνέχεια στρέφεται με θυμό εναντίον ενός άλλου ευάλωτου τμήματος του πληθυσμού, των εργαζόμενων στα spaza.
Το σχόλιο του Μπαγίζα Μίγια για την κλοπή είναι επίκαιρο εδώ. Μια Αναφορά της υψηλόβαθμης επιτροπής για τις παράνομες χρηματιστικές ροές από την Αφρική (2018) αποκάλυψε ότι τουλάχιστον 50 δις δολλάρια φεύγουν από την ήπειρο κάθε χρόνο. Αυτά περιλαμβάνουν ψεύτικες τιμολογήσεις και αποφυγή φόρων, πλαστά παραστατικά και κρυφές συναλλαγές (hawala). Η επιτροπή, με επικεφαλής τον πρώην πρόεδρο της Νότιας Αφρικής Θάμπο Μπέκι, κατέληξε ότι τα πραγματικά ποσά που διαφεύγουν “είναι πολύ πιθανό να ξεπερνούν κατά πολύ τα 50 δις δολάρια”. Ένα μεγάλο τμήμα αυτού του ποσού φεύγει από τη Νότια Αφρική. Αυτού του τύπου οι απάτες και η καθημερική απόσπαση υπεραξίας από τους εργαζόμενους δημιουργούν τις σκληρές ανισότητες στις πόλεις της Νότιας Αφρικής. Κανείς όμως δεν δείχνει σε αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα, δείχνουν προς την κατεύθυνση των ευάλωτων εργαζόμενων των spaza. Αυτά τα μαγαζιά καίγονται, ενώ η σιωπηλή κλοπή από πλευράς του καπιταλισμού συνεχίζεται ανεμπόδιστη.
Ο Φάκελος 20 της Τριηπειρωτικής.
Πριν από εκατό χρόνια, εργαζόμενοι από όλη τη Νότια Αφρική συνενώθηκαν και ίδρυσαν την Ένωση Βιομηχανικών και Εμπορικών Εργατών (ICU). Γρήγορα δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι μπήκαν στο ICU, εμπνεόμενοι από την μαχητικότητα και την επιμονή του. Οι εργαζόμενοι εκτιμούσαν τον διεθνισμό της ένωσης, η οποία ξεπέρασε τα σύνορα της Νότιας Αφρικής και εξαπλώθηκε στα γειτονικά αφρικανικά κράτη. Ο Τζ. Τ. Γκουμέντε επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ και εντυπωσιάστηκε -όπως γράφει στον τελευταίο μας Φάκελο– “με το σοβιέτικο εγχείρημα υπέρβασης του φυλετικού εθνικισμού”. Η επαναστατική προσπάθεια του ICU επικεντρώνει στο να μην μετατραπεί η αναταραχή στη χώρα σε φυλετικό εμφύλιο πόλεμο. “Σήμερα και ο μαύρος άνθρωπος και ο φτωχός λευκός άνθρωπος είναι καταπιεσμένοι”, είπε ο Γκουμέντε σε μια συγκέντρωση του ICU στο Ντουρμπάν. “Το χρήμα το παίρνουν οι καπιταλιστές. Ας δουλέψουμε μαζί για την εθνική ανεξαρτησία της χώρας.”
Ο τίτλος του Φακέλου 20 της Τριηπειρωτικής είναι “Όταν κακομεταχειρίζεστε τον αφρικανικό λαό, σας βλέπω: Σύντομη ιστορίας του νοτιοαφρικάνικου ICU (1919-1931)”. Το πρώτο κομμάτι του τίτλου προέρχεται από μια συνέντευξη που έδωσε ο ηγέτης του ICU Τζέησον Τζίνγκος το 1927. Χρησιμοποιώντας τα αρχικά της Ένωσης κάνει ένα λογοπαίγνιο που βαθαίνει το νόημα του ονόματος: αν δεν πληρώνονται οι εργάτες, σας βλέπω, αν κακομεταχειρίζεστε τους εργάτες στο δημόσιο χώρο, σας βλέπω. Το δεύτερο μέρος του τίτλου αναδεικνύει τη σημασία των ιστοριών των εργατών και των οργανώσεων τους. Αυτές οι ιστορίες έχουν σε μεγάλο βαθμό απαλειφθεί ή αποδυναμωθεί, έχουν ξεχαστεί τελείως ή θεωρούνται ένα αγαθό κομμάτι του παρελθόντος. Δεν κατανοείται παρά ελάχιστα το πως αυτοί οι αγώνες παρήγαγαν μια ιστορική δυναμική που οδήγησε στο τέλος του Απαρτχάιντ και πώς παρήγαγαν μια κουλτούρα αξιοπρέπειας που κρατάει μέχρι σήμερα. Αυτές οι οργανώσεις, όπως το ICU, είναι που έδωσαν τους μεγάλους αγώνες για να δημιουργηθεί μια σοσιαλιστική συνείδηση ως αντίδοτο στην παγίδα του φυλετικού εθνικισμού. Ο λαός της Νότιας Αφρικής δεν θα μπορούσε να κερδίσει τη μάχη ενάντια στο Απάρτχάιντ χωρίς αυτούς τους αγώνες, που περιλαμβάνουν τους αγώνες των εθνικών μειονοτήτων και των γειτονικών κρατών που παρείχαν βάσεις και υποστήριξη στους νοτιοαφρικάνους αγωνιστές. Το να μειώνουμε την εικόνα της Νότιας Αφρικής σε ξενοφοβική είναι μια τραγωδία εναντίον της ιστορίας.
Το κίνημα εναντίον του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική πήρε τη μορφή του από την εργατική τάξη και τα συνδικάτα της. Μετάξύ των εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων και συνδικαλιστών είναι και η Έμμα Μασινίνι, από την αυτοβιογραφία της οποίας πήραμε τον τίτλο αυτού του δελτίου. Στα 14, η Έμμα ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο ενδυμάτων, όπου γρήγορα εξελίχθηκε σε συνδικαλιστικό στέλεχος. Ήταν ηγετικό μέλος της Εθνικής Ένωσης Εργαζόμενων στη Βιομηχανία Ενδυμάτων και της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης Εργαζομένων στο Εμπόριο και την Εξυπηρέτηση. Όταν συνειδητοποίησε ότι το εργοστάσιο που δούλευε έφτιαχνε στολές για την αστυνομία “για να σφάζουν το λαό μου, τρομοκρατήθηκα”. Η συνδικαλιστική οργάνωση, έλεγε, πρέπει να είναι πλατιά πολιτική. Η Έμμα άνηκε στην παράδοση του ICU, ενός πολιτικού συνδικάτου με ένα πλατύ ορίζοντα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Η Έμμα Μασινίνι το 2011
Το 1981 η Έμμα συνελήφθη και φυλακίστηκε χωρίς να της απαγγελθούν κατηγορίες σύμφωνα με τον αντιτρομοκρατικό νόμο του 1967. “Στη φυλακή ανησυχείς για τα πάντα” είπε αργότερα. “Κατηγορείς τον εαυτό σου που είσαι εκεί”, μακριά από τον αγώνα, απομονωμένή.
Η Μιλάγκρο Σάλα μιλάει στο Χουχουή
Την προηγούμενη βδομάδα πήρα συνέντευξη από την Ελίζαμπεθ Γκόμεζ Αλκόρτα, τη δικηγόρο της Μιλάγκρο Σάλα. Η Σάλα, μια αυτόχθονα αργεντίνα, συνελήφθη το 2013, προφυλακίστηκε και τώρα βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Είναι η ηγέτιδα της Ένωσης Γειτονιών Τουπάκ Αμάρου και σημαντική προσωπικότητα της αργεντίνικης αριστεράς. Η Γκόμεζ Αλκόρτα μου είπε ότι, μετά τη σύλληψη της Σάλα, η οργάνωση δεν έχει κάποια μαχητική δραστηριότητα. Η παραλυτική δύναμη της κρατικής καταστολής δεν πρέπει να υποτιμάται. Είναι αυτό που ανησυχούσε την Έμμα και είναι αυτό που βιώνει τώρα η Σάλα. Η επίθεση στους αυτόχθονες – είτε στους Μαπούτσε στην Παταγονία είτε στην Σάλα στο Χουχουή – είπε η Γκόμεζ Αλκόρτα, είναι “ένας πόλεμος εναντίον αυτών που δεν υπάρχουν”.
Η Γκόμεζ Αλκόρτα λέει ότι η Σάλα παραμένει μια εμβληματική μορφή του αγώνα για τέσσερις λόγους. Πρώτον, έχει μεταφερθεί από την προφυλάκιση στο σπίτι της. Δεύτερο, είναι ακόμη ζωντανή, πράγμα όχι λίγο αν σκεφτεί κανείς τις δολοφονίες τόσων αγωνιστών (Από τον Σαντιάγο Μαλντονάδο μέχρι τον Ραφαέλ Ναχουέλ). Τρίτο, η κυβέρνηση επιτέθηκε στην Ένωση Τούπακ Αμάρο και τα μέλη της, καταστρέφοντας οχτώ χιλιάδες κατοικίες, τρία σχολεία και ένα κέντρο υγείας. Αυτό το επίπεδο καταστολής δεν έχει μειώσει την αίσθηση της κοινότητας του Χουχουή ότι η Σάλα είναι η ηγέτιδα τους. Τέταρτο, δεν κατάφεραν να “εξαφανίσουν” την υπόθεση. Αφίσες και ζωγραφιές με τη Σάλα εμφανίζονται σε όλη την Αργεντινή. “Λευτεριά στη Μιλάγκρο” γράφουν οι αφίσες.
“Η ιστορία της Μιλάγκρο Σάλα δεν έχει τελειώσει” λέει η Γκόμεζ Αλκόρτα. Όταν θα αφεθεί ελεύθερη, η Μιλάγκρο Σάλα θα είναι ξανά η ηγέτιδα της περιοχής της και ακόμη – εξαιτίας της υπόθεσης- ένα σύμβολο του αγώνα ενάντια στην παλιά τάξη. Θα είναι πάρα πολύ σημαντικό αν η Μιλάγκρο Σάλα, μια αυτόχθονα γυναίκα, μπορέσει να μετακινηθεί από τη φυλακή στα υψηλότερα κλιμάκια της αργεντίνικης πολιτικής ζωής.
Τα χτυπήματα ακολουθούν την Σάλα όλη της ζωή, όπως ακολουθούσαν και την Έμμα Μασινίνι (σ.τ.μ. λογοπαίγνιο του συγγραφέα με το strikes που σημαίνει χτυπήματα αλλά και απεργίες). Οι δυο τους είναι αγωνίστριες που καταλαβαίνουν ότι οι κοινωνικές διαιρέσεις ευνοούν τους πλούσιους, ενώ η κοινωνική ενότητα ευνοεί τους φτωχούς. Οι φωτιές στα νοτιοαφρικάνικα spazas είναι το αντίστοιχο των επιθέσεων στα σπίτια, τα σχολεία και τα κέντρα υγείας στην περιφέρεια Χουχουή της Μιλάγκρο Σάλα. Τα δάκρυα δεν επαρκούν για να σβήσουν αυτές οι φωτιές.
Θερμά, Βιτζαίη.